υπόβολος

υπόβολος
-ον, ΜΑ [ὑποβάλλω]
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόβολον
προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς την νύφη
αρχ.
αυτός που δόθηκε ως ενέχυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”